Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πλεξούδα

  • 1 коса

    I коса Ι ж (волос) η πλεξούδα· заплести косы πλέκω τις κοτσίδες II коса II ж с.-х. το δρέπανο, το δρεπάνι
    * * *
    I ж
    ( волос) η πλεξούδα

    заплести́ ко́сы — πλέκω τις κοτσίδες

    II ж с.-х
    το δρέπανο, το δρεπάνι

    Русско-греческий словарь > коса

  • 2 расплетать

    расплетать
    несов ξεπλέκω, ξεμπερδεύω:
    \расплетатько́су ξεπλέκω τήν πλεξοῦδα.

    Русско-новогреческий словарь > расплетать

  • 3 тугби

    ту́г||би́
    прил σφιχτός, τεντωμένος:
    \тугбиби́ узел ὁ σφιχτός κόμπος· \тугбиая коса ἡ σφιχτοδεμένη πλεξοῦδα· \тугбиая пружина τό σφιχτό ἐλατήριο· ◊ \тугбио́й на ухо разг ὁ βαρήκοος, ὁ βαράκουος, ὁ περήφανος στ' αὐτί.

    Русско-новогреческий словарь > тугби

  • 4 вплести

    вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплел, вплела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вплетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетенный, βρ: -тен, -тена, -тено
    ρ.σ.μ.
    εμπλέκω, πλέκω μέσα•

    вплести ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα, στην πλεξούδα.

    || μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω•

    зачем ты вплел меня в эту аферу? γιατί μ’ ανακάτεψες σ’ αυτή την κομπίνα.

    εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > вплести

  • 5 коса

    1. -ы, αιτ. косу, πλθ. косы θ. πλεξίδα, πλεξούδα, πλόκαμος, κοτσίδα•

    расплетить -у ξεπλέκω την κοτσίδα.

    2. -ы, αιτ. косу
    κ. косу, πλθ. косы θ. κοσσιά, κόσσα (χορτοκοπτικό εργαλείο).
    εκφρ.
    коса нашла на камень – βρήκε το μπάρμπα του ή το μάστορα του (συνάντησε ισχυρότερο του).
    3. -ы, αιτ. косу κ. косуπλθ. косы θ. γλώσσα γης που εισχωρεί στη θάλασσα. || λωρίδα•
    коса леса – λωρίδα δάσους.

    Большой русско-греческий словарь > коса

  • 6 плести

    плету, плетшь, παρλθ. χρ. плёл, плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. плетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плетённый, βρ: -тён, -тена, -тено
    ρ.δ.μ.
    1. πλέκω•

    плести корзину πλέκω καλάθι•

    плести венки πλέκω στεφάνια•

    плести косу πλέκω κοσιδα (πλεξούδα)•

    плести кружева πλέκω δαντέλες.

    2. μτφ. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, εξυφαίνω. || διαδίνω. || λέγω ανοησίες.
    1. πλέκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αργοβαδίζω παραπαίω, τρικλίζω.
    εκφρ.
    плести в обозе ή в хвост – σέρνομαι τελευταίος, είμαι ουραγός.

    Большой русско-греческий словарь > плести

  • 7 подколоть

    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω καρφιτσώνω•

    -косу καρφιτσώνω την πλεξούδα.

    2. (επι)συνάπτω•

    подколоть характеристику к делу επισυνάπτω έκθεση για την υπόθεση.

    3. κεντρίζω, νύσσω.
    4. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω.
    ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παραπάνω•

    подколоть дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα.

    Большой русско-греческий словарь > подколоть

  • 8 проплести

    ρ.σ.μ.
    1. εμπλέκω•

    проплести косу лентами πλέκω στην. πλεξούδα κορδέλες.

    2. πλέκω (για ένα χρον. διάστημα)•

    проплести кружева целый день πλέκω δαντέλες όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > проплести

См. также в других словарях:

  • πλεξούδα — η, Ν. βλ. πλεξίδα …   Dictionary of Greek

  • πλεξούδα — η βλ. πλεξίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεξίδα — και πλεξούδα, η, Ν 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα 2. πλέγμα από σκόρδα και κρεμμύδια, πλεξάνα και, γενικά, καθετί πλεγμένο σε αρμαθιά 3. ναυτ. είδος σχοινιού, πλεκτή, κν. σαλαμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλεξίδα έχει σχηματιστεί από το υποκορ. πλεξίδι με… …   Dictionary of Greek

  • πλεξίδα — πλεξίδα, η και πλεξούδα, η 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα ή τρόπος χτενίσματος: Κάνε τα μαλλιά σου πλεξούδα. 2. αρμάθα σε σχέδιο πλεξίδας: Κάναμε τα κρεμμύδια πλεξούδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυργαθός — γυργαθός, ο (Α) 1. αλιευτικό κοφίνι από ιτιά 2. ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τεχνικός όρος με καταληκτικό επίθημα θος (πρβλ. κάλαθος, ψίαθος«πλεξούδα από βούρλα»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ *ger «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» με παρέκταση σε g (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • εμπλοκή — η (AM ἐμπλοκή) προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο νεοελλ. 1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι 2. η πρώτη φάση τής μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό 3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού… …   Dictionary of Greek

  • κάνουρα — η 1. πλεξούδα μαλλιού 2. το στημόνι τού υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… …   Dictionary of Greek

  • κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… …   Dictionary of Greek

  • μυροβόστρυχος — μυροβόστρυχος, ον (Α) μυροβοστρυχόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»] …   Dictionary of Greek

  • παραπλόκαμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πλεγμένα τα μαλλιά στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλόκαμος «πλεξούδα, κοτσίδα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»