-
1 коса
I коса Ι ж (волос) η πλεξούδα· заплести косы πλέκω τις κοτσίδες II коса II ж с.-х. το δρέπανο, το δρεπάνι* * *I ж( волос) η πλεξούδαII ж с.-хзаплести́ ко́сы — πλέκω τις κοτσίδες
το δρέπανο, το δρεπάνι -
2 расплетать
расплетатьнесов ξεπλέκω, ξεμπερδεύω:\расплетатько́су ξεπλέκω τήν πλεξοῦδα. -
3 тугби
ту́г||би́прил σφιχτός, τεντωμένος:\тугбиби́ узел ὁ σφιχτός κόμπος· \тугбиая коса ἡ σφιχτοδεμένη πλεξοῦδα· \тугбиая пружина τό σφιχτό ἐλατήριο· ◊ \тугбио́й на ухо разг ὁ βαρήκοος, ὁ βαράκουος, ὁ περήφανος στ' αὐτί. -
4 вплести
вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплел, вплела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вплетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетенный, βρ: -тен, -тена, -теноρ.σ.μ.εμπλέκω, πλέκω μέσα•вплести ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα, στην πλεξούδα.
|| μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω•зачем ты вплел меня в эту аферу? γιατί μ’ ανακάτεψες σ’ αυτή την κομπίνα.
εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 коса
1. -ы, αιτ. косу, πλθ. косы θ. πλεξίδα, πλεξούδα, πλόκαμος, κοτσίδα•расплетить -у ξεπλέκω την κοτσίδα.
2. -ы, αιτ. косуκ. косу, πλθ. косы θ. κοσσιά, κόσσα (χορτοκοπτικό εργαλείο).εκφρ.коса нашла на камень – βρήκε το μπάρμπα του ή το μάστορα του (συνάντησε ισχυρότερο του).3. -ы, αιτ. косу κ. косуπλθ. косы θ. γλώσσα γης που εισχωρεί στη θάλασσα. || λωρίδα•коса леса – λωρίδα δάσους. -
6 плести
плету, плетшь, παρλθ. χρ. плёл, плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. плетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плетённый, βρ: -тён, -тена, -теноρ.δ.μ.1. πλέκω•плести корзину πλέκω καλάθι•
плести венки πλέκω στεφάνια•
плести косу πλέκω κοσιδα (πλεξούδα)•
плести кружева πλέκω δαντέλες.
2. μτφ. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, εξυφαίνω. || διαδίνω. || λέγω ανοησίες.1. πλέκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αργοβαδίζω παραπαίω, τρικλίζω.εκφρ.плести в обозе ή в хвост – σέρνομαι τελευταίος, είμαι ουραγός. -
7 подколоть
ρ.σ.μ.1. καρφώνω καρφιτσώνω•-косу καρφιτσώνω την πλεξούδα.
2. (επι)συνάπτω•подколоть характеристику к делу επισυνάπτω έκθεση για την υπόθεση.
3. κεντρίζω, νύσσω.4. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω.ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παραπάνω•подколоть дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα.
-
8 проплести
ρ.σ.μ.1. εμπλέκω•проплести косу лентами πλέκω στην. πλεξούδα κορδέλες.
2. πλέκω (για ένα χρον. διάστημα)•проплести кружева целый день πλέκω δαντέλες όλη τη μέρα.
См. также в других словарях:
πλεξούδα — η, Ν. βλ. πλεξίδα … Dictionary of Greek
πλεξούδα — η βλ. πλεξίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεξίδα — και πλεξούδα, η, Ν 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα 2. πλέγμα από σκόρδα και κρεμμύδια, πλεξάνα και, γενικά, καθετί πλεγμένο σε αρμαθιά 3. ναυτ. είδος σχοινιού, πλεκτή, κν. σαλαμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλεξίδα έχει σχηματιστεί από το υποκορ. πλεξίδι με… … Dictionary of Greek
πλεξίδα — πλεξίδα, η και πλεξούδα, η 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα ή τρόπος χτενίσματος: Κάνε τα μαλλιά σου πλεξούδα. 2. αρμάθα σε σχέδιο πλεξίδας: Κάναμε τα κρεμμύδια πλεξούδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυργαθός — γυργαθός, ο (Α) 1. αλιευτικό κοφίνι από ιτιά 2. ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τεχνικός όρος με καταληκτικό επίθημα θος (πρβλ. κάλαθος, ψίαθος«πλεξούδα από βούρλα»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ *ger «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» με παρέκταση σε g (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εμπλοκή — η (AM ἐμπλοκή) προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο νεοελλ. 1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι 2. η πρώτη φάση τής μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό 3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού… … Dictionary of Greek
κάνουρα — η 1. πλεξούδα μαλλιού 2. το στημόνι τού υφάσματος … Dictionary of Greek
κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… … Dictionary of Greek
κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… … Dictionary of Greek
μυροβόστρυχος — μυροβόστρυχος, ον (Α) μυροβοστρυχόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»] … Dictionary of Greek
παραπλόκαμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πλεγμένα τα μαλλιά στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλόκαμος «πλεξούδα, κοτσίδα»] … Dictionary of Greek